- δήμιος
- ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, -ον και δάμιος, -ον και δάμιος, -ία, -ιον)ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινήςμσν.- νεοελλ.αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστήςνεοελλ.1. ο φονιάς2. αυτός που αποφασίζει και μεθοδεύει τον θάνατο άλλων χωρίς να τους εκτελέσει ο ίδιος («ο δήμιος τού Άουσβιτς»)3. ο τυραννικός, ο καταστροφέας («ο δήμιος τών ελευθεριών τού λαού», «ο δήμιος τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων»)αρχ.ως επίθ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο («πρῆξις ἰδίη οὐ δήμιος» — ενέργεια τής ιδιωτικής, όχι τής δημόσιας, ζωής)2. εκείνος που εκλέγεται, αναδεικνύεται από τον δήμο («αἰσυμνῆται δήμιοι» — κριτές εκλεγμένοι από τον δήμο)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ δήμιοςο γιατρός τού δημοσίου για την παρακολούθηση τών απόρων4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δήμιοντο δημόσιο, ο δήμος5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) «δήμια πίνειν» — με δαπάνες τού δήμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος. Επειδή το επίθ. δήμιος σήμαινε «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» άρα και δήμιος (δούλος) ήταν ο δημόσιος υπάλληλος για εκτελέσεις καταδίκων, σημασία που διατήρησε η λ. μέχρι σήμερα].
Dictionary of Greek. 2013.